- λιμπάνω
λιμπάνω, = λείπω, im praes. u. impf., Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιμπάνω, = λείπω, im praes. u. impf., Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιμπάνω — (Α) λείπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λείπω] … Dictionary of Greek
λιμπάνω — λείπω leave pres subj act 1st sg λείπω leave pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλιμπάνω — Α παραλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λιμπάνω, τ. ισοδύναμος τού λείπω (πρβλ. κατα λιμπάνω)] … Dictionary of Greek
απολιμπάνω — ἀπολιμπάνω (Α) [λιμπάνω] απολείπω* … Dictionary of Greek
διαλιμπάνω — (AM) [λιμπάνω] 1. διαλείπω 2. εγκαταλείπω … Dictionary of Greek
κίνδαξ — κίνδαξ, ακος, ό, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) ευκίνητος, γρήγορος 2. (κατά τον Φώτ.) κίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίνδ αξ. Η λ. εμφανίζει θ. κινδ < *ki nd (μηδενισμένη βαθμίδα ki τής ΙΕ ρίζας *kei «θέτω σε κίνηση, βρίσκομαι εν κινήσει» με επαύξηση nd … Dictionary of Greek
καταλιμπάνω — (AM καταλιμπάνω) εγκαταλείπω, αφήνω νεοελλ. (για διαθήκη ή άλλο έγγραφο που παρέχει δικαιώματα) ακυρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λιμπάνω «εγκαταλείπω»] … Dictionary of Greek
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
περιλιμπάνω — Α περιλείπω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λιμπάνω «εγκαταλείπω», μτγν. τ. τού λείπω] … Dictionary of Greek
προλιμπάνω — Α (ποιητ. τ.) προλείπω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λιμπάνω, ποιητ. τ. τού λείπω] … Dictionary of Greek
υπολιμπάνω — ΜΑ 1. αφήνω πίσω ως υπόλοιπο, καταλείπω 2. (αμτβ.) εκλείπω, σώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λιμπάνω «λείπω»] … Dictionary of Greek