- παρα-κελητίζω
παρα-κελητίζω, vorbeireiten, überreiten, Ar. Pax 866, ἵνα δὴ κέλης κέλητα παρακελητιεῖ
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-κελητίζω, vorbeireiten, überreiten, Ar. Pax 866, ἵνα δὴ κέλης κέλητα παρακελητιεῖ
http://www.zeno.org/Pape-1880.