- θεύς
θεύς, ὁ, dor. = ϑεός, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεύς, ὁ, dor. = ϑεός, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Dieu — Pour les articles homonymes, voir Dieu (homonymie) … Wikipédia en Français
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
πλήθευς — πλή̱θευς , πλῆθος great number neut gen sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προμαθεύς — Προμᾱθεύς , Προμηθεύς Prometheus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)