θεό-γονος

θεό-γονος

θεό-γονος, von Gott geboren, von den Göttern abstammend, Eur. Or. 846; K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεόγονος — θεόγονος, ον (Α) γεννημένος από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γονος (< γίγνομαι), πρβλ. από γονος, επί γονος] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσίγονος — θαλασσίγονος, ον (Α) φρ. «θαλασσιγόνου Παφίης» τής Αφροδίτης που γεννήθηκε απ τη θάλασσα, Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσι (< θάλασσα) + γονος (< γόνος), (πρβλ. πρό γονος, θεό γονος). Σύνθ. τού τ. τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • κεβλήγονος — κεβλήγονος, ον (Α) 1. (για την παπαρούνα) αυτός που έχει το σπέρμα στην κεφαλή («μήκωνος κεβληγόνου δάκρυ») 2. φρ. «κεβλήγονος Ἀτρυτώνη» η Αθηνά, που γεννήθηκε από την κεφαλή τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεβλή* + γόνος (< γόνος < γίγνομαι… …   Dictionary of Greek

  • οιόγονος — οἰόγονος, ὁ (Α) ο μονογενής, ο μοναχογιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. αρχαιό γονος, θεό γονος] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλήγονος — κεφαλήγονος, ον (Α) αυτός που αναπηδά από την κεφαλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + γόνος (< γίγνομαι «γεννιέμαι»), πρβλ. θεό γονος, κεβλή γονος] …   Dictionary of Greek

  • κοσμογόνος — ο (ΑM κοσμογόνος, ον) αυτός που δημιουργεί τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. ζωο γόνος, θεο γόνος] …   Dictionary of Greek

  • νεβρόγονος — νεβρόγονος, ον (Α) αυτός που προέρχεται ή κατασκευάστηκε από νεβρό («μνήμη νεβρόγονος» το οστό κνήμης νεβρού, Κλεόβουλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + γονος (< γίγνομαι), πρβλ. θεό γονος, πηλό γονος] …   Dictionary of Greek

  • χριστόγονος — ον, Α 1. εκκλ. αυτός που εκπορεύεται από τον Ιησού Χριστό 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χριστόγονος δημιούργημα τού Ιησού Χριστού («χοροὶ εἰρήνης οἱ χριστόγονοι», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θεό γονος] …   Dictionary of Greek

  • θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • κηρογονία — κηρογονία, ἡ (Α) ο σχηματισμός κηρήθρας («μέλισσαι περὶ τὸν τῆς κηρογονίας καιρόν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + γονία (< γονώ < γόνος < γόνος), πρβλ. θεο γονία, κοσμογονία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”