- θεό-κραντος
θεό-κραντος, von Gott vollendet, Aesch. Ag. 1499; Christod. ecphr. 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-κραντος, von Gott vollendet, Aesch. Ag. 1499; Christod. ecphr. 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόκραντος — θεόκραντος, ον (Α) αυτός που εκτελέστηκε ή δημιουργήθηκε από τους θεούς («τὶ τῶν δ οὐ θεόκραντόν έστιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κραντος (< κραίνω «πραγματοποιώ»), πρβλ. δημό κραντος, πολεμό κραντος] … Dictionary of Greek
μοιρόκραντος — μοιρόκραντος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που προσδιορίστηκε, που αποφασίστηκε από τη Μοίρα, μοιραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + κραντος (< κραίνω «πραγματοποιώ»), πρβλ. θεό κραντος, πολεμό κραντος] … Dictionary of Greek