- θεό-μυστος
θεό-μυστος, von Gott eingeweiht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-μυστος, von Gott eingeweiht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόμυστος — θεόμυστος, ον (AM) ο μυημένος στα μυστήρια τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μυστος (< μύστης < μύω), πρβλ. νεό μυστος] … Dictionary of Greek