λεόντιος

λεόντιος

λεόντιος, poet. = λεόντειος, Hesych., l. d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Λεόντιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεόντιος — I Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων της βυζαντινής εποχής. 1. Αθηναίος φιλόσοφος (4ος αι.). Ήταν εθνικός στο θρήσκευμα και ασκούσε το επάγγελμα του δασκάλου παραδίδοντας μαθήματα φιλοσοφίας και ρητορικής. Από την εργασία αυτή απέκτησε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • Λεόντιος Β’ — Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1170 1220). Βλ. λ. Λεόντιος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας (8.) …   Dictionary of Greek

  • Λεόντιος ο Βυζάντιος — (Κωνσταντινούπολη 480; – 540; μ.Χ.). Θεολόγος. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή του, εκτός από τη δική του μαρτυρία ότι κατά τη νεότητά του δέχτηκε ευμενώς το κήρυγμα των νεστοριανών, αλλά απομακρύνθηκε γρήγορα από αυτούς και κατέφυγε στη Μονή …   Dictionary of Greek

  • Λεόντιος ο Σχολαστικός — (6ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός νομομαθής, γνωστός και με το παρωνύμιο Μινώταυρος. Ασκούσε το επάγγελμα του σχολαστικού, δηλαδή παρείχε νομικές συμβουλές επ’ αμοιβή. Διακρίθηκε και ως επιγραμματοποιός. Σε αυτόν αποδίδονται είκοσι επιγράμματα, τα οποία …   Dictionary of Greek

  • Κωτάκης, Λεόντιος — (19ος αι.). Λόγιος και Φιλικός, από την Άνδρο. Σπούδασε στις Κυδωνίες. Αρχικά διετέλεσε γραμματέας του διοικητή Προύσας Ιωαννικίου Φωκαέως και έπειτα του διοικητή Τιρνόβου. Αργότερα αποκαλύφθηκε η δράση του στη Φιλική Εταιρεία και φυλακίστηκε από …   Dictionary of Greek

  • Μαχαιράς, Λεόντιος — (τέλη 14ου – μέσα 15ου αι.). Κύπριος χρονογράφος. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών ορθοδόξων, οι οποίοι είχαν την εύνοια των Φράγκων βασιλιάδων της Κύπρου, του Οίκου Λουζινιάν. Ο ίδιος διετέλεσε ιδιαίτερος γραμματέας του ιππότη Ιωάννη Ντε Νόρες,… …   Dictionary of Greek

  • Πιλάτος, Λεόντιος — Έλληνας λόγιος του 14ου αι., που έζησε στην Ιταλία. Βαθύς γνώστης της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας, εργάστηκε δραστήρια για τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και των ελληνικών σπουδών στη Δύση κατά την εποχή πριν από την Αναγέννηση. Στην Πάντοβα… …   Dictionary of Greek

  • Λεόντιε — Λεόντιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Léonce Machairas — ou Léonce Machéras (en grec Λεόντιος Μαχαιράς), né vers 1360 et mort vers 1450, est un chroniqueur cypriote médiéval. Sommaire 1 Vie et œuvre 2 Manuscrits 3 Éditions 4 …   Wikipédia en Français

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”