- θεό-τευκτος
θεό-τευκτος, von Gott gemacht, Simm. (XV, 22).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-τευκτος, von Gott gemacht, Simm. (XV, 22).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεότευκτος — θεότευκτος, ον (AM) κατασκευασμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω, φτιάνω»), πρβλ. αν επί τευκτος, νεό τευκτος] … Dictionary of Greek
λαϊνότευκτος — λαϊνότευκτος, ον (Α) κατασκευασμένος από λίθο ή μάρμαρο, πέτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάινος + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. θεό τευκτος, χρυσό τευκτος] … Dictionary of Greek
μουσότευκτος — μουσότευκτος, ον (Μ) αυτός που κατασκευάστηκε από τις Μούσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. θεό τευκτος, χρυσό τευκτος] … Dictionary of Greek