- θεό-τρεπτος
θεό-τρεπτος, von Gott gewendet, Aesch. Pers. 871.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-τρεπτος, von Gott gewendet, Aesch. Pers. 871.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεότρεπτος — θεότρεπτος, ον (Α) αυτός που μετατράπηκε, που πήρε απροσδόκητη τροπή από τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τρεπτος (< τρέπω), πρβλ. ά τρεπτος, πολύ τρεπτος] … Dictionary of Greek