θεό-σεπτος

θεό-σεπτος

θεό-σεπτος, wie ein Gott zu verehren, Ar. Nubb. 292; – Gott verehrend, Man. 4, 427.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεόσεπτος — θεόσεπτος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο σέβεται, τον τιμά κάποιος ως θεό 2. άγιος, όσιος 3. ευσεβής, θεοσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σεπτος (< σέβομαι), πρβλ. πάν σεπτος, περί σεπτος] …   Dictionary of Greek

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”