- θεό-στεπτος
θεό-στεπτος, von Gott gekränzt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-στεπτος, von Gott gekränzt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόστεπτος — θεόστεπτος, ον (AM, A ποιητ. τ. θειόστεπτος, ον) αυτός που στέφθηκε από θεό («τῶν θεοστέπτων αὐτοκρατόρων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στεπτος (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος, νεό στεπτος] … Dictionary of Greek