θεό-σπορος

θεό-σπορος

θεό-σπορος, von Gott gesäet, gemacht, Eur. bei Rust. 656, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυτοσπόρος — ον, ΜΑ μτφ. (για πατέρα) αυτός που γεννά μσν. εκκλ. αυτός που διαδίδει τη χριστιανική πίστη αρχ. 1. αυτός που πολλαπλασιάζει φυτά με τη χρησιμοποίηση σπόρου 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ φυτοσπόρος ο πατέρας 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ φυτοσπόροι α)… …   Dictionary of Greek

  • λαμπρόσπορος — λαμπρόσπορος, ον (Μ) αυτός που κατάγεται από ένδοξο γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + σπόρος (< σπείρω), πρβλ. θεό σπορος] …   Dictionary of Greek

  • ξενόσπορος — ξενόσπορος, ον (Μ) αυτός που προέρχεται από ξένη σπορά ή φυλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + σπόρος (< σπείρω), πρβλ. θεό σπορος] …   Dictionary of Greek

  • θεόσπορος — θεόσπορος, ον (Α) αυτός τον οποίο έσπειρε ο θεός, ο θείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο* + σπόρος (< σπείρω)] …   Dictionary of Greek

  • χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”