- θεό-πλοκος
θεό-πλοκος, von Gott geflochten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-πλοκος, von Gott geflochten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόπλοκος — θεόπλοκος, ον (Μ) ο κατασκευασμένος από θεό («θεόπλοκος σαγήνη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πλοκος (< πλέκω), πρβλ. δυσ έκ πλοκος, περί πλοκος] … Dictionary of Greek
ιερόπλοκος — ἱερόπλοκος, ον (Α) θρησκευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + πλοκός (< πλέκω), πρβλ. θεό πλοκος, πολύ πλοκος] … Dictionary of Greek
κροκόπλοκος — κροκόπλοκος, ον (Μ) ο πλεγμένος με νήματα βαμμένα με κρόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + πλοκος (< πλέκω), πρβλ. θεό πλοκος, σιδηρό πλοκος] … Dictionary of Greek
κυανόπλοκος — κυανόπλοκος, ον (Α) κυανοπλόκαμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πλοκος (< πλέκω), πρβλ. θεό πλοκος, σιδηρό πλοκος] … Dictionary of Greek
θεοπρόσπλοκος — θεοπρόσπλοκος, ον (Α) αυτός που φοβάται τον θεό και προσκολλάται στα θεία, ο θρησκομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + προσ πλοκος (< προσ πλέκω «συνάπτω, συνδέω»] … Dictionary of Greek