- παρ-αγκαλίζομαι
παρ-αγκαλίζομαι, in die Arme nehmen, Poll. 2, 139 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αγκαλίζομαι, in die Arme nehmen, Poll. 2, 139 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγκάλη — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 206 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως. * * * η (Α ἀγκάλη) 1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος τού ανθρώπου και στα χέρια του,… … Dictionary of Greek
αγκαλίζω — (Α ἀγκαλίζομαι) αγκαλιάζω, εναγκαλίζομαι 1| νεοελλ. παλεύω με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκάλη. ΠΑΡ. νεοελλ. αγκάλιστρος] … Dictionary of Greek