- θεό-πλαστος
θεό-πλαστος, von Gott gebildet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-πλαστος, von Gott gebildet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόπλαστος — θεόπλαστος, ον (Α) ο πλασμένος από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύ πλαστος, νεό πλαστος] … Dictionary of Greek
ποιητός — ή, όν,ΜΑ [ποιώ] 1. αυτός που μπορεί να ποιηθεί, που μπορεί να κατασκευαστεί 2. αυτός που έχει δημιουργηθεί από τον θεό, σε αντιδιαστολή με τον ίδιο τον θεό που είναι άναρχος αρχ. 1. κατασκευασμένος («σάκεος πύκα ποιητοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. προσποιητός … Dictionary of Greek
άπιστος — (apistos). Γένος περκομόρφων ψαριών της οικογένειας των περκιδών. Ζουν στις τροπικές θάλασσες και ιδιαίτερα στον Ινδικό ωκεανό. Έχουν μήκος 30 50 εκ. και στηθαία πτερύγια πολύ ισχυρά. Είναι γνωστά 15 είδη. * * * η, ο (AM ἄπιστος, ον) 1. αυτός που … Dictionary of Greek
πλαστουργώ — πλαστουργῶ, έω, ΝΜΑ 1. δίνω μορφή σε κάτι, πλάθω 2. (ιδίως για τον θεό) δημιουργώ τον άνθρωπο αρχ. 1. αντιπροσωπεύω 2. επινοώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + ουργῶ (< ουργός < ἔργον), πρβλ. αγαθ ουργώ, μυθ ουργώ] … Dictionary of Greek