λεϊστός

λεϊστός

λεϊστός, ion. u. ep. = ληϊστός, erbeutet, Il. 9, 408.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεϊστός — και ληϊστός, ή, όν (Α) αυτός που έχει λαφυραγωγηθεί, λαφυραγωγημένος, σκυλευμένος, ληστευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ληϊστός < ληΐζομαι, ενώ ο ομηρικός τ. λεϊστός < ληϊστός με βράχυνση για μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • λειστοί — λεϊστοί , λειστός 1 masc nom/voc pl λεϊστοί , λειστός 2 masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστός — ληϊστός, ή, όν (Α) βλ. λεϊστός …   Dictionary of Greek

  • λειστή — λεϊστή , λειστός 1 fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”