θεωρήμων, ον, betrachtend, Choerobosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεωρήμων — θεωρήμων, ὁ (Α) [θεώρημα] ο θεωρητικός … Dictionary of Greek
θεωρήμων — contemplative masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)