θεωρός

θεωρός

θεωρός, ὁ (ϑεάομαι, kein comp.; nach Poll. 2, 55 ἀπὸ τοῦ πρὸς ϑεὸν ὀρούειν, ὁρμᾶν; nach Hsrpocr. u. A. von ϑεός u. ὤρα, τοὺς τὰ ϑεῖα φυλάσσοντας, τῶν ϑείων φροντίζοντας; die Hauptbedeutung ist aber das Wahrnehmen des Schauspiels), der Zuschauer, bes. ein von Staatswegen Abgesandter, entweder um das Orakel im Namen u. Auftrage seines Staates zu befragen, Soph. O. C. 414 O. R. 114 Arr. An. 7, 23, 8, od. um ein Opfer u. Weihgeschenk zu überbringen, Plut. Demetr. 11 Camill. 8, od. im Namen seines Staates einer Feier, bes. Festspielen, als Zuschauer beizuwohnen, Böckh Staathh. I p. 229; Arist. u. A.; – übh. Zuschauer, πόνων ἐμῶν ϑεωρός Aesch. Prom. 118, πραγμάτων ϑ. γενοῦ Ch. 244, ὄμμασιν ὄντως ϑεωρός Plat. Legg. XII, 953 a, ϑεωροὺς πολέμου τοὺς παῖδας ποιεῖν Rep. V, 467 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεωρός — envoy sent to consult an oracle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θέωρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρός — Το μέλος της επίσημης αποστολής αντιπροσώπων μιας αρχαίας ελληνικής πόλης σε μεγάλες γιορτές, μαντείες και ιερούς αγώνες. Βλ. λ. θεωρία. * * * ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός) 1. θεατής, παρατηρητής 2.… …   Dictionary of Greek

  • θεωρός — ο θεατής, παρατηρητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεωροί — θεωρός envoy sent to consult an oracle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρούς — θεωρός envoy sent to consult an oracle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρέ — θεωρός envoy sent to consult an oracle masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρῷ — θεωρός envoy sent to consult an oracle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρόν — θεωρός envoy sent to consult an oracle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεώρου — Θέωρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θέωρον — Θέωρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”