- λεω-πάτητος
λεω-πάτητος, vom Volke ganz u. gar zertreten, alte v. l. bei Soph. Ant. 1261 für λαξπάτητος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεω-πάτητος, vom Volke ganz u. gar zertreten, alte v. l. bei Soph. Ant. 1261 für λαξπάτητος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χορτοπάτητος — ον, Α 1. αλωνισμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χορτοπάτητον αλωνισμένο άχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + πάτητος (< πατητός < πατῶ), πρβλ. λεω πάτητος] … Dictionary of Greek