- λιχμήρης
λιχμήρης, ες (kein Compositum), züngelnd, wie die Schlangen, leckend, Nic. Ther. 206 Al. 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιχμήρης, ες (kein Compositum), züngelnd, wie die Schlangen, leckend, Nic. Ther. 206 Al. 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιχμήρης — λιχμήρης, ῆρες (Α) (για φίδι) αυτό που κινεί τη γλώσσα του σαν να γλείφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιχμῶ + ήρης(< ἀραρίσκω «κρεμώ» (πρβλ. ποδ ήρης, τοξ ήρης)] … Dictionary of Greek