- λιχμάζω
λιχμάζω, = λιχμάω, lecken, züngeln, von Schlangen, Hes. ge. 234; Nic. Th. 229; belecken, Opp. H. 2, 250; λιχμάζεσκε δέρην, Hosch. 2, 94.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιχμάζω, = λιχμάω, lecken, züngeln, von Schlangen, Hes. ge. 234; Nic. Th. 229; belecken, Opp. H. 2, 250; λιχμάζεσκε δέρην, Hosch. 2, 94.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιχμάζω — lick pres subj act 1st sg λιχμάζω lick pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιχμάζω — (Α) 1. (για φίδια) περιστρέφω τη γλώσσα 2. γλείφω, λιχμώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λιχμῶ, κατά τα ρ. σε άζω] … Dictionary of Greek
λιχμάζει — λιχμάζω lick pres ind mp 2nd sg λιχμάζω lick pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιχμάζοντα — λιχμάζω lick pres part act neut nom/voc/acc pl λιχμάζω lick pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιχμάζουσι — λιχμάζω lick pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λιχμάζω lick pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιχμάζουσιν — λιχμάζω lick pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λιχμάζω lick pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίχμαζον — λιχμάζω lick imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) λιχμάζω lick imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελιχμότες — λιχμάζω lick perf part act masc nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελιχμότος — λιχμάζω lick perf part act masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελιχμώς — λιχμάζω lick perf part act masc nom/voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιχμάζειν — λιχμάζω lick pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)