λίχανος — λίχανος, ἡ (Α) 1. η τελευταία χορδή τής λύρας ή τής κιθάρας, η οποία δονείται με τον λιχανό, δηλ. με τον δείκτη τού χεριού («ἐάν δὲ τὴν λίχανον κινήσῃ, ἤ τινα ἄλλον φθόγγον, τότε φαίνεται διαφέρειν», Αριστοτ.) 2. ο ήχος που βγαίνει από τη δόνηση… … Dictionary of Greek
λιχανός — licking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίχανος — licking fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιχανός — ό (AM λιχανός, όν) (ως επίθ. τού δάκτυλος ή το αρσ. ως ουσ.) το μετά τον αντίχειρα δάκτυλο, ο δείκτης αρχ. 1. αυτός που γλείφει κάτι 2. φρ. α) «λιχανὸς σωλήν» ο σωλήνας που προεξέχει από τον άμβυκα* β) «λιχανὸς φθόγγος» ο φθόγγος που αναδίδεται… … Dictionary of Greek
λιχανόν — λιχανός licking masc/fem acc sg λιχανός licking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιχανοῖς — λιχανός licking masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιχανοί — λιχανός licking masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιχανοῦ — λιχανός licking masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιχανούς — λιχανός licking masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιχανῶν — λιχανός licking masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιχανῷ — λιχανός licking masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)