λιχνότης

λιχνότης

λιχνότης, ητος, ἡ, = λιχνεία, Schol. Ar. Av. 1690.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιχνότης — λιχνότης, ἡ (Α) [λίχνος] η ιδιότητα τού λίχνου, λαιμαργία, απληστία, λιχνεία …   Dictionary of Greek

  • λιχνότης — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχνότητα — λιχνότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”