παρ-αιγιάλιος

παρ-αιγιάλιος

παρ-αιγιάλιος, = Folgdm, Sp., zw.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιγιάλι — Όνομα δύο οικισμών. 1. Μεγάλος παράλιος οικισμός (κάτ., υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ., κάτ.). 2. Παράλιος οικισμός (κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Λευκάδας του …   Dictionary of Greek

  • αιγιαλός — Η ακρογιαλιά, ο γιαλός, η ακτή, το περιγιάλι, η ακροθαλασσιά. Η ξηρά που βρέχεται μόνιμα από θάλασσα και όχι από έκτακτες πλημμύρες. Ο α. αποτελεί κοινόχρηστο χώρο και ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο μπορεί να τον εκμεταλλεύεται και να παραχωρεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”