λευκο-μέλᾱς

λευκο-μέλᾱς

λευκο-μέλᾱς, αινα, αν, weißschwarz, weiß und schwarz, grau, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… …   Dictionary of Greek

  • -τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …   Dictionary of Greek

  • κότσυφας — Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων παμφάγων πτηνών του γένους Turdus, της οικογένειας των τουρδιδών. Πολύ κοινό είδος στην Ευρώπη είναι το μαύρο κοτσύφι (Turdus merula), μήκους περίπου 26 εκ., με τα 12 εκ. να ανήκουν στην ουρά. Το αρσενικό έχει… …   Dictionary of Greek

  • μελάγχλωρος — και μελανόχλωρος, ον (Α) αυτός που έχει μελανωπό χρώμα, μαυροπράσινος ή πρασινοκίτρινος («μελάγχλωρος χολή», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χλωρός (πρβλ. λευκό χλωρος, μελί χλωρος)] …   Dictionary of Greek

  • μελάνζωτος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τῆς γῆς ἡ μὲν καλεῑται λευκόζωτος, ἡ δὲ μελάνζωτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ζωτος (< ζώννυμι «φορώ ζώνη»), πρβλ. λευκό ζωτος] …   Dictionary of Greek

  • μελανοδέρματος — μελανοδέρματος, ον (Α) βλ. μελανόδερμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + δέρμα, ατος (πρβλ. λευκο δέρματος)] …   Dictionary of Greek

  • μελανοχίτωνας — ο (Α μελαγχίτων, ωνος, ὁ, ἡ, Μ μελαχίτων) αυτός που φορά μαύρο χιτώνα νεοελλ. πληθ. οι μελανοχίτωνες α) ονομασία τών ιταλικών φασιστικών ομάδων που ίδρυσε ο Μπ. Μουσολίνι από αφοσιωμένους οπαδούς του, οι οποίοι φορούσαν μαύρα χιτώνια β) επίλεκτο… …   Dictionary of Greek

  • μελανόδερμος — η, ο (Α μελανοδέρματος, ον) αυτός τού οποίου το δέρμα έχει μαύρο χρώμα, μελαψός, μελαχρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος+ δέρμα, ατος (πρβλ. λευκο δέρματος, παχύ δερμος)] …   Dictionary of Greek

  • μελανόθριξ — ο, η (ΑM μελανόθριξ και μελάνθριξ, τριχος) αυτός που έχει μαύρες τρίχες, μαυρομάλλης («νέοι... ἰθύτριχες, μελανότριχες», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + θριξ, τριχός (πρβλ. λευκό θριξ)] …   Dictionary of Greek

  • μελανόπωλος — μελανόπωλος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρους πώλους, μαύρους ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πῶλος (πρβλ. λευκό πωλος, ταχύπωλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”