- παρ-αγγελεύς
παρ-αγγελεύς, Anzeiger, Ankläger (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αγγελεύς, Anzeiger, Ankläger (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προαγγελεύς — έως, ὁ, Α ο προάγγελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αγγελεύς (< ἄγγελος), πρβλ. κατ αγγελεύς, παρ αγγελεύς] … Dictionary of Greek
παραγγελέας — ο / παραγγελεύς, ΝΑ νεοελλ. ο παραγγελιοδότης αρχ. μηνυτής, κατήγορος, ενάγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αγγελεύς (< ἄγγελος), πρβλ. εισ αγγελεύς] … Dictionary of Greek