λευκο-στεφής

λευκο-στεφής

λευκο-στεφής, ές, weiß bekränzt, Aesch. ἱκετηρίαι, Suppl. 188, u. κλάδοι, 329, von den mit weißer Wolle umwundenen Zweigen der Hülfeflehenden.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιοστεφής — ές ιοστέφανος* («ιοστεφές άστυ» η Αθήνα με τις μενεξεδένιες αποχρώσεις τού ορίζοντά της). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + στεφής (< στέφος), πρβλ. κισσο στεφής, λευκο στεφής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Πρωία] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοστεφής — ές, Α στεφανωμένος με χρυσό στεφάνι, χρυσοστεφανωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + στεφής (< στέφος [τὸ] < στέφω), πρβλ. λευκο στεφής] …   Dictionary of Greek

  • γονυστεφής — ές (για ίππους) αυτός που έχει στα γόνατα ουλές με λευκό τρίχωμα λόγω τραυματισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + στεφής < στέφος < στέφω (πρβλ. κισσοστεφής, χρυσοστεφής). Η λ. γονυστεφής (ίππος) μαρτυρείται από το 1892 στον Γεώργιο Πιλάβιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”