- λευκο-πληθὴς
λευκο-πληθὴς ἐκκλησία, Ar. Eccl. 387, die Versammlung von weißen, weißgekleideten Menschen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκο-πληθὴς ἐκκλησία, Ar. Eccl. 387, die Versammlung von weißen, weißgekleideten Menschen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινοπληθής — κοινοπληθής, ές (Μ) (για ημέρα) η ημέρα τής γενικής συνέλευσης, τής συνάθροισης τού λαού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. λευκο πληθής, ομο πληθής] … Dictionary of Greek