- παρ-αιγιαλίτης
παρ-αιγιαλίτης, ου, ὁ, am Meeresufer, an der Küste befindlich, Ath. VIII, 332 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αιγιαλίτης, ου, ὁ, am Meeresufer, an der Küste befindlich, Ath. VIII, 332 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιγιαλός — Η ακρογιαλιά, ο γιαλός, η ακτή, το περιγιάλι, η ακροθαλασσιά. Η ξηρά που βρέχεται μόνιμα από θάλασσα και όχι από έκτακτες πλημμύρες. Ο α. αποτελεί κοινόχρηστο χώρο και ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο μπορεί να τον εκμεταλλεύεται και να παραχωρεί… … Dictionary of Greek