- λευκό-κηρος
λευκό-κηρος, aus weißem Wachs, Hesych. l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκό-κηρος, aus weißem Wachs, Hesych. l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… … Dictionary of Greek