λευκό-γεως

λευκό-γεως

λευκό-γεως, ων, dasselbe, Schol. Ap. Rh. 1, 826.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακόγεως — κακόγεως, ω, ὁ (Μ) (για τόπο) αυτός που έχει άγονο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γεως (< γῆ), πρβλ. λευκό γεως, ξανθό γεως] …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”