- λευκό-ψᾱρος
λευκό-ψᾱρος, weißgrau, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκό-ψᾱρος, weißgrau, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek
πολιόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που το δέρμα του έχει λευκό χρώμα 2. (για πτηνό) αυτός που έχει λευκό πτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «λευκός, ψαρός, υπόλευκος» + χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα» (πρβλ. λευκό χρως, μελανό χρως)] … Dictionary of Greek
πολιόθριξ — τριχος, β, ή, ΜΑ αυτός που έχει ψαρές τρίχες στο κεφάλι του, γκριζομάλλης («προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ] … Dictionary of Greek
πολιόσφυρος — ον, Α αυτός που έχει υπόλευκα σφυρά, ασπριδερούς αστραγάλους («ὃς ἵπποισι... ἐμίγνυτο πολιοσφύροις», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + σφυρόν «αστράγαλος» (πρβλ. λευκό σφυρος)] … Dictionary of Greek