λευκό-χρους

λευκό-χρους

λευκό-χρους, οος, dasselbe, λευκόχροα κόμαν, weißes Haar, Eur. Phoen. 322.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισόχρους — ἰσόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει χρώμα ομοιόμορφο σε όλη του την έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χρους (< χρως «χρώμα»), πρβλ. λευκό χρους, μελάγ χρους] …   Dictionary of Greek

  • κιτρόχρους — κιτρόχρους, ουν και οος, οον (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τών κίτρων, κιτρινόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρον + χρους (< χρώς), πρβλ. λευκό χρους, φαιό χρους] …   Dictionary of Greek

  • μεσόχρους — μεσόχρους, ουν, και οος, οον (Α) αυτός που έχει μικτό χρώμα ή ποικίλα χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χροος(< χρώς, χροός), πρβλ. λευκό χρους, ροδό χρους] …   Dictionary of Greek

  • φαιόχρους — ουν, Ν φαιόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + χρους (< χρώς, τός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. λευκό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στο περιοδικό Όμηρος] …   Dictionary of Greek

  • χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… …   Dictionary of Greek

  • λευκόχρους — ουν (ΑΜ λευκόχρους, ουν, Α και οος, οον) αυτός που έχει λευκό χρώμα, άσπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + χρους (< χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”