λευκό-χρως

λευκό-χρως

λευκό-χρως, ωτος, mit weißer, zarter Haut, Eub. u. Alexis bei Ath. VII, 300 b XIII, 568 c; Δάφνις ὁ λευκ. Theocr. epigr. 2, 1; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… …   Dictionary of Greek

  • πολιόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που το δέρμα του έχει λευκό χρώμα 2. (για πτηνό) αυτός που έχει λευκό πτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «λευκός, ψαρός, υπόλευκος» + χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα» (πρβλ. λευκό χρως, μελανό χρως)] …   Dictionary of Greek

  • μονόχρως — μονόχρως, ων (Α) μονόχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χρως (< χρώς, χρωτός («χρώμα»), πρβλ. λευκό χρως, πολύ χρως] …   Dictionary of Greek

  • πολύχρως — ων, Α αυτός που έχει πολλά και ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χρως (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ετερό χρως, λευκό χρως] …   Dictionary of Greek

  • ξανθόχρως — ξανθόχρως, ωτος, ό, ἡ (Α) (για τηγανητό ψάρι) αυτός που έχει ξανθό χρώμα, ξανθόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα» (πρβλ. λευκό χρως)] …   Dictionary of Greek

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

  • αργόχρως — ἀργόχρως ( ωτος), ο (Μ) αυτός που έχει λευκό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (Ι) + χρως ( ωτός) «χρώμα» (πρβλ. μελίχρως, ροδόχρως κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ισόχρους — ἰσόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει χρώμα ομοιόμορφο σε όλη του την έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χρους (< χρως «χρώμα»), πρβλ. λευκό χρους, μελάγ χρους] …   Dictionary of Greek

  • κιτρόχρους — κιτρόχρους, ουν και οος, οον (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τών κίτρων, κιτρινόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρον + χρους (< χρώς), πρβλ. λευκό χρους, φαιό χρους] …   Dictionary of Greek

  • λευκόχρους — ουν (ΑΜ λευκόχρους, ουν, Α και οος, οον) αυτός που έχει λευκό χρώμα, άσπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + χρους (< χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους] …   Dictionary of Greek

  • μεσόχρους — μεσόχρους, ουν, και οος, οον (Α) αυτός που έχει μικτό χρώμα ή ποικίλα χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χροος(< χρώς, χροός), πρβλ. λευκό χρους, ροδό χρους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”