λευκότης

λευκότης

λευκότης, ητος, ἡ, die Weiße, weiße Farbe, Plat. Theaet. 182 d; ἐν χιόνι καὶ ψιμμυϑίῳ Arist. Eth. 1, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λευκότης — whiteness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκότησιν — λευκότης whiteness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκότητα — λευκότης whiteness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκότητας — λευκότης whiteness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκότητες — λευκότης whiteness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκότητι — λευκότης whiteness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκότητος — λευκότης whiteness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PARISII — populus Galliae Celticae. Horum meminit Caesar Comment. l. 6. c. 3. referens, illos cum Senioribus foedus perpetuum iniisse, 40. aut 50. Ann. ante quam ipse Gallis bellum inferret. Hi minorum quidem gentium in Gllia populi, liberi tamen et sui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εφηλότης — ἐφηλότης, ἡ (Α) [έφηλος] λευκό στίγμα στο μάτι («καθὰ γὰρ ἡ ἐφηλότης λέγεται λευκότης ἐν ὀφθαλμῷ», Σέξτ. Εμπ.) …   Dictionary of Greek

  • λευκότητα — η (Α λευκότης) [λευκός] η ιδιότητα τού λευκού, ασπράδα νεοελλ. μτφ. αγνότητα αρχ. μτφ. (για τον λόγο) σαφήνεια …   Dictionary of Greek

  • μελανότητα — η (ΑM μελανότης, ητος) [μέλας] μελανάδα, μαυρίλα, σε αντιδιαστολή προς τη λευκότητα («ψόφος ἀψοφία, λευκότης μελανότης», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”