λευκό-στικτος

λευκό-στικτος

λευκό-στικτος, weiß gefleckt, δάμαλις, Aesch. Suppl. 350; λευκοστίκτῳ τριχὶ βαλιοὺς πώλους Eur. I. A. 221.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύστικτος — εὔστικτος, ον (ΑΜ) μσν. καθαρά, με σαφήνεια σημαδεμένος («τῶν χρόνων εὔστικτα σημεῑα») αρχ. με ποικιλία χρωμάτων («εὐστίκτῃσι περὶ χροιῇσι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στικτος (< στίζω «σημαδεύω»), πρβλ. κατά στικτος, λευκό στικτος] …   Dictionary of Greek

  • μουσόστικτος — μουσόστικτος, ον (Μ) κοσμημένος με μωσαϊκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσίον «μωσαϊκό έργο» + στικτος (< στίζω «στιγματίζω»), πρβλ. λευκό στικτος, μελανό στικτος] …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”