- λευκό-ροδον
λευκό-ροδον, τό, die weiße Rose.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκό-ροδον, τό, die weiße Rose.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ροδοκρινοπρόσωπος — ον, Μ αυτός που έχει πρόσωπο λευκό σαν κρίνο και ρόδινα μάγουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κρίνος + πρόσωπον] … Dictionary of Greek
ροδόπηχυς — υ και δωρ. τ. ῥοδόπαχυς και αιολ. τ. Fροδόπαχυς και βροδόπαχυς, Α αυτός που έχει ρόδινα χέρια, ρόδινους βραχίονες (α. «Εὐνίκη ῥοδόπηχυς», Ησίοδ. β. «Ἀῶ τὸν ροδόπαχυν», θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πῆχυς (πρβλ. λευκό πηχυς, χρυσό πηχυς)] … Dictionary of Greek
ροδόσφυρος — ον, Α αυτός που έχει ρόδινα σφυρά, ρόδινους αστραγάλους (α. «ῥοδόσφυρος Ἠριγένεια», Κόιντ β. «ῥοδόσφυροι Χάριτες», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + σφυρόν «αστράγαλος» (πρβλ. λευκό σφυρος)] … Dictionary of Greek
ρόδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Rh· ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 45, ατομικό βάρος 102,91, ένα σταθερό ισότοπο, Rh103, και δυο ραδιενεργά, Rh104, που αποτελείται από δυο πυρηνικά ισομερή με… … Dictionary of Greek