λευκό-πῡγος

λευκό-πῡγος

λευκό-πῡγος, = λευκόπρωκτος, Alexis bei Eust. 863, 29; VLL. erkl. ἄνανδρος, vgl. Paroemiogr. App. 3, 62.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλλίπυγος — καλλίπυγος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίους γλουτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πυγος (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. λευκό πυγος, μελάμ πυγος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόπυγος — λεπτόπυγος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτή πυγή αδύνατα οπίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + πυγος (< πυγή «οπίσθια») πρβλ. λευκό πυγος, ροδό πυγος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”