λευκωματίζομαι

λευκωματίζομαι

λευκωματίζομαι, den weißen Staar bekommen, Schol. Aesch. Prom. 498.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λευκωματίζομαι — (Α) [λεύκωμα] παθαίνω λεύκωμα στο μάτι …   Dictionary of Greek

  • λευκωματισθέντα — λευκωματίζομαι to be affected with aor part mp neut nom/voc/acc pl λευκωματίζομαι to be affected with aor part mp masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκωμα — Βλ. λ. πρωτεΐνη. * * * το (AM λεύκωμα) 1. το ασπράδι τού αβγού 2. ιατρ. μορφή κηλίδας λευκής πορσελανοειδούς όψης στον κερατοειδή τού ματιού, που προκαλείται από τραυματισμό ή εξέλκωση νεοελλ. 1. τετράδιο, συνήθως πολυτελές, στο οποίο γράφονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”