- λευσμός
λευσμός, ὁ, die Steinigung, Aesch. Eum. 180.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευσμός, ὁ, die Steinigung, Aesch. Eum. 180.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευσμός — λευσμός, ὁ (Α) [λεύω] λιθοβολία, λιθοβολισμός («τίς ἔσθ ὁ μέλλων σκόλοπος ἢ λευσμοῡ τυχεῑν», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
λευσμοί — λευσμός stoning masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευσμοῦ — λευσμός stoning masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευσμόν — λευσμός stoning masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύω — (Α) λιθοβολώ ή φονεύω με λιθοβολισμό (α. «πέτροις τε λεύει μνῆμα λάϊνον πατρός», Ευρ. β. «ἥδιστον δέ μοι τὸ κατθανεῑν ἦν καὶ τὸ λευσθῆναι πέτροις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει θεωρηθεί ως παρ. τού τ. λᾶας «λίθος» (λεύω < * λεύσ yω,… … Dictionary of Greek