- λιτανευτικός
λιτανευτικός, zum Bitten, Flehen geschickt, geneigt, Schol. Aesch. Suppl. 816.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιτανευτικός, zum Bitten, Flehen geschickt, geneigt, Schol. Aesch. Suppl. 816.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιτανευτικός — λιτανευτικός, ή, όν (Α) [λιτανεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιτανεία … Dictionary of Greek
λιτανευτικά — λιτανευτικός of neut nom/voc/acc pl λιτανευτικά̱ , λιτανευτικός of fem nom/voc/acc dual λιτανευτικά̱ , λιτανευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτανευτικαῖς — λιτανευτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτανευτικάς — λιτανευτικά̱ς , λιτανευτικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)