- θεσμο-θέσιον
θεσμο-θέσιον, τό, VLL. u. Scholl., Erkl. von πρυτανεῖον; auch θεσμοθετεῖον, τό, Plut. Qu. S. 1, 1, 2, eigtl. die Halle, wo sich die Thesmotheten versammeln.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεσμο-θέσιον, τό, VLL. u. Scholl., Erkl. von πρυτανεῖον; auch θεσμοθετεῖον, τό, Plut. Qu. S. 1, 1, 2, eigtl. die Halle, wo sich die Thesmotheten versammeln.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταθέσιον — καταθέσιον, τὸ (Α) εκκλ. τόπος όπου καταθέτει κάποιος κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θέσιον (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ελαιο θέσιον, θεσμο θέσιον] … Dictionary of Greek
μνημοθέσιον — μνημοθέσιον, τό (Μ) νεκροταφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνῆμα + θέσιον (< θέτης) πρβλ. θεσμο θέσιον, ιερο θέσιον] … Dictionary of Greek
χαρτοθέσιον — τὸ, Μ χαρτοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + θέσιον (< θέτης < θέτης < τίθημι), πρβλ. θεσμο θέσιον, χαλκο θέσιον] … Dictionary of Greek