- θεσμο-φύλαξ
θεσμο-φύλαξ, ακος, ὁ, Gesetzwächter, = νομοφύλαξ; 5, 47; neben ϑεσμοϑέται D. Sic. 5, 67; Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεσμο-φύλαξ, ακος, ὁ, Gesetzwächter, = νομοφύλαξ; 5, 47; neben ϑεσμοϑέται D. Sic. 5, 67; Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυτοφύλαξ — ακος, ὁ, Α φύλακας φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + φύλαξ (πρβλ. θεσμο φύλαξ)] … Dictionary of Greek