- θεσμοσύνη
θεσμοσύνη, ἡ, Gerechtigkeit, Agath. 87 (VII, 593).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεσμοσύνη, ἡ, Gerechtigkeit, Agath. 87 (VII, 593).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεσμοσύνη — και δωρ. τ. θεσμοσύνα, ἡ (Α) [θεσμός] η δικαιοσύνη … Dictionary of Greek
θεσμοσύνας — θεσμοσύνᾱς , θεσμοσύνη justice fem acc pl θεσμοσύνᾱς , θεσμοσύνη justice fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού … Dictionary of Greek