- λεσχηνώτης
λεσχηνώτης, ὁ, bei D. L. 1, 43. 2, 4, der Schüler.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεσχηνώτης, ὁ, bei D. L. 1, 43. 2, 4, der Schüler.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεσχηνώτης — λεσχηνώτης, ὁ (Α) [λεσχήν] μαθητής, ακροατής … Dictionary of Greek
λεσχηνώτης — scholar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεσχηνῶται — λεσχηνώτης scholar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)