- λεσχαίνω
λεσχαίνω, dasselbe, Perictyone bei Stob. fl. 85, 19, E.; διαλέγεσϑαι erkl. Phryn. in B. A. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεσχαίνω, dasselbe, Perictyone bei Stob. fl. 85, 19, E.; διαλέγεσϑαι erkl. Phryn. in B. A. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεσχαίνω — (Α) [λέσχη] λεσχάζω* … Dictionary of Greek
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek