- θερμ-ώδης
θερμ-ώδης, ες, lau, Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμ-ώδης, ες, lau, Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακώδης — κακώδης, ες (Α) αυτός που μυρίζει άσχημα, κάκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + ώδης (πρβλ. θερμ ώδης, μελαν ώδης)] … Dictionary of Greek