- θερμο-λούτης
θερμο-λούτης, ὁ, der warm Badende, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμο-λούτης, ὁ, der warm Badende, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φονολουτώ — έω, Μ καθαρίζω με πλύσιμο κάτι, μετά από διάπραξη φόνου («φονολουτῶν τὰς χεῑρας», Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + λουτῶ (< λούτης < λούω), πρβλ. θερμο λουτῶ] … Dictionary of Greek