- θερμο-λουσία
θερμο-λουσία, ἡ, warmes Baden, Medic.; Plut. san. tu. p. 394; vgl. B. A. 4, 415.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμο-λουσία, ἡ, warmes Baden, Medic.; Plut. san. tu. p. 394; vgl. B. A. 4, 415.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξηρολουσία — ξηρολουσία, ἡ (Α) λουτρό σε θερμή άμμο, αμμόλουτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + λουσία < λούω), πρβλ. θερμο λουσία] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek