- θερμοδότις
θερμοδότις, ιδος, ἡ, warme Getränke darreichend, Palld. 75 (IX, 183).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμοδότις, ιδος, ἡ, warme Getränke darreichend, Palld. 75 (IX, 183).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμοδότις — θερμοδότης one who brought the hot water atbaths fem nom sg θερμοδότις one who brought the hot water atbaths fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοδότης — θερμοδότης, ο (ΑΜ, Α θηλ. θερμοδότις, ιδος) αυτός που παρέχει θερμό νερό στα λουτρά μσν. αυτός που προσφέρει θερμό ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + δότης < δίδωμι (πρβλ. αιμο δότης, εργο δότης)] … Dictionary of Greek